«Πίνοντας σαμπάνια έρχεται η όρεξη», λέει μία παλιά παροιμία της Θεσσαλονίκης. Μόνο που αυτή η… όρεξη είναι ακόρεστη. Ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα της προηγούμενης 20ετίας συνεχίζει να παίζει μπάλα, γιατί έτσι του αρέσει! Ο Δήμος Μανουσάκης με το παρατσούκλι ο «Φίγκο των φτωχών» εξακολουθεί να κάνει έστω και ερασιτεχνικά αυτό που άρχισε μέσα της δεκαετίας του ’90.
Εκείνο το… αλήτικο στυλ με την κοφτή ντρίπλα που εξέθετε κάθε αμυντικό που προσπαθούσε να του πάρει τη μπάλα. Ελαφρά σκυφτός προς τα μπρος και με την καμπούρα αλά Φίγκο, άρχισε να γίνεται γνωστός όχι μόνο για τα γκολ αλλά και για τις ασίστ. Και αφού έκανε ένα σύντομο αγροτικό στον Ναυπακτιακό Αστέρα, πήγε στο Αιγάλεω για να αποτελέσει μέλος της χρυσής φουρνιάς με Αγρίτη, Σκοπελίτη, Φωτάκη, Ψωμά, Χλωρό, Παπουτσή και Νικολόπουλο, για να θυμηθεί μέσω ertsports.gr ότι:
«Ήμασταν μια υπέροχη παρέα όχι μόνο μέσα αλλά και έξω από το γήπεδο. Παντού μαζί. Από την προπόνηση και τον αγώνα μέχρι τον καφέ και τα μπουζούκια. Είναι κάτι που αναπολώ ακόμα και σήμερα με νοσταλγία, γιατί πιστεύω ότι πλέον στις ομάδες με τόσους ξένους, λείπει το… παρεϊστικο και όλο αυτό το κομμάτι που βοηθάει και μέσα στο γήπεδο».
Τα πρώτα επαγγελματικά βήματα έγιναν στην Ξάνθη. Από εκεί ξεκίνησαν όλα; «Για την ακρίβεια από τον ΑΟ Μύρινας το 1989 όπου ως παιδί άρχισα να κάνω όνειρα για το μέλλον, όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας μου. Για μένα το ποδόσφαιρο πάνω απ’ όλα είναι διασκέδαση και ομολογώ ότι έχω κυρίως όμορφες αναμνήσεις απ όσες ομάδες και αν πέρασα».
Ομάδες οι οποίες δεν είναι και λίγες. «Αν δεν έχω χάσει το μέτρημα, μιλάμε για 16 ομάδες (γέλια). Από τον ΑΟ Μύρινας στον Ηρακλή Ατσικής και μετέπειτα στην Ξάνθη, ένα χρόνο στον Ναυπακτιακό, στο Αιγάλεω για μια δεκαετία και ενδιάμεσο δανεισμό στη Χαλκηδόνα και το Χαϊδάρι, ακολούθησε ο Ιωνικός, τα Τρίκαλα, η Καλλονή, η Νίκη Βόλου όπου κερδίσαμε την άνοδο στη Σούπερ Λιγκ, ο Αχαρναϊκός, ο Αιολικός, η Παλαιόχωρα και η Ηφαιστία Λήμνου. Η μοναδική φορά που έφυγα εκτός Ελλάδας ήταν το 2008 στην Κύπρο και τον Εθνικό Άχνας. Από τις πιο παραγωγικές μου χρονιές ήταν στη Χαλκηδόνα με τα 10 γκολ και τα Τρίκαλα με τα 12 γκολ. Κάθε ομάδα και ένα ξεχωριστό δέσιμο ακόμα και με τον κόσμο. Να φανταστείς, υπάρχουν φίλαθλοι που γράφουν διάφορα σχόλια ακόμα και σήμερα στα προσωπικά μου social από τα Τρίκαλα, τον Βόλο, την Ξάνθη, τη Μυτιλήνη και φυσικά το Αιγάλεω. Όπου και αν έπαιξα, έδωσα την ψυχή μου χωρίς να λαϊκίζω και να γίνομαι απλά αρεστός στους φιλάθλους. Δεν κοροϊδέψα και τίμησα όλα τα χρήματα που πήρα από τους συλλόγους. Στοιχείο που πιστεύω ότι έπαιξε ρόλο γιατί δύσκολα ξεγελάς τον κόσμο. Οι φίλαθλοι ανταμείβουν γενικότερα το γνήσιο και το αυθεντικό».
Αναμφίβολα, η Λήμνος αποτελεί το σημείο αναφοράς για τον Μανουσάκη, εάν σκεφτούμε ότι ελάχιστοι παίκτες του νησιού έπαιξαν σε υψηλό επίπεδο. Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι έγινε μόλις ο τέταρτος Λήμνιος ποδοσφαιριστής που αγωνίστηκε στην Α΄ Εθνική, μετά τον Βερτσώνη (Απόλλων Αθηνών), τον Βουγιούκα (Ηρακλή) και τον Σούλη Μπακίτα του Απόλλωνα Καλαμαριάς «Γενικά, ήταν δύσκολο να αναδειχθεί ποδοσφαιριστής όχι μόνο από τη Λήμνο αλλά και από τα γύρω νησιά. Τελευταία, έχει αλλάξει αυτή η κατάσταση καθώς υπάρχουν περισσότερα γήπεδα αλλά και πάλι εξακολουθούν να υπάρχουν δυσκολίες. Τα έξοδα είναι πολλά και για τις ομάδες που έχουν υψηλές φιλοδοξίες».
Σχεδόν τρεις δεκαετίες στα γήπεδα, υπάρχουν στιγμές που ξεχωρίζει και μένουν ανεξίτηλα χαραγμένες στο μυαλό: «Πολλά και διάφορα έχω να θυμάμαι. Τα πρωταθλήματα Β’ Εθνικής με Αιγάλεω και Χαλκηδόνα έχουν διαφορετικό χρώμα. Περίοπτη θέση αναμνήσεων κατέχει η άνοδος με τη Νίκη Βόλου όπως και η πρώτη φορά που φόρεσα το εθνόσημο στα κλιμάκια του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος, μέχρι την Ελπίδων. Ως δια μαγείας το μυαλό μου απορρίπτει τα άσχημα και συγκρατεί μόνο τα θετικά. Αλλά, ακόμα και τα αρνητικά είχαν την χρησιμότητά τους γιατί με βοήθησαν στην πορεία και μάλιστα σε ένα χώρο που μόνο αγγελικά πλασμένος δεν είναι…».
Εάν απομονώσουμε πιο συγκεκριμένα στοιχεία που θα έβαζε στα ξεχωριστά κεφάλαια της καριέρας του, έχοντας πάντα μια πιο προσωπική πινελιά με συμπαίκτες η προπονητές. «Χωρίς υπερβολή, γνώρισα χιλιάδες κόσμο. Δεν είναι εύκολο να απομονώσω δύο η τρία γεγονότα. Αλλά μπορώ να αποτυπώσω με ακρίβεια όλα όσα προηγήθηκαν ή ακολούθησαν της πρόκρισης του Αιγάλεω μέσα στην Τουρκία και συγκεκριμένα με την πρόκριση στους ομίλους του ΟΥΕΦΑ παίζοντας μέσα στην Άγκυρα κόντρα στην Γκενσλερμπιργλιγκί. Μόνο όσοι έζησαν εκείνες τις εποχές μπορούν να συλλάβουν το μέγεθος και τις διαστάσεις της επιτυχίας που είχαμε κάνει με το Σίτι. Επίσης, θυμάμαι ζωηρά τη συμμετοχή μου στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, αλλά και γκολ με κρισιμότητα απέναντι στην ΑΕΚ και τη Λόκερεν. Αρκετοί προπονητές με βοήθησαν, αλλά δύο είχαν σημαντική επίδραση ακόμα και στο χαρακτήρα μου. Ίσως ακουστεί υπερβολικό αλλά τους ένιωθα σαν πατρική φιγούρα στον πάγκο. Ο κ. Παράσχος και ο Στεφάν Ντεμόλ ήταν απίστευτοι. Μαζί τους έμαθα μεταξύ άλλων τη διαφορά του “θέλω” και το “δεν μπορώ”. Όπως επίσης, αμέτρητοι ήταν οι συμπαίκτες που με βοήθησαν, αλλά ξεχωρίζω έναν. Το Νίκο Νιόπλια που είχα στη Χαλκηδόνα. Απλά, απίστευτος με βαθιές γνώσεις στο ποδόσφαιρο. Γεγονός που φάνηκε και μετά ως τεχνικός».
Το Αιγάλεω αποτελεί ένα βασικό και συνάμα ξεχωριστό κεφάλαιο. Αναμνήσεις, εικόνες, συναισθήματα που δίνουν την αίσθηση σε όποιον ακούει να μιλάει ο Μανουσάκης, ότι μπορεί να γράψει βιβλίο. «…με πολλούς τόμους (γέλια). Αλήθεια, τι να πρωτοθυμηθώ. Από τη μια πλευρά μοιάζαμε με σχολική εκδρομή έξω από το γήπεδο και μέσα σε αυτό ως μια αυστηρά επαγγελματική ομάδα στα πρότυπα μεγάλων πρωταθλημάτων. Οι περισσότεροι παίκτες ήμασταν κοντά στην ηλικία και είχαμε πολλά κοινά αλλά και ανησυχίες. Πηγαίναμε παρέα παντού. Γεμίζαμε καφετέριες και μπουζούκια. Μια μεγάλη… τρελοπαρέα. Δυστυχώς, έχω χαθεί με τους περισσότερους, παρόλο που εάν βρεθούμε από κοντά είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα. Μας δένουν πάρα πολλά. Ακόμα θυμάμαι τα επικά σαρδάμ του Παπουτσή, όπως και το μπουκάλι που πέρασε ξυστά από το κεφάλι μου στα αποδυτήρια, όταν το πέταξε ο Χατζάρας. Και τώρα που το σκέφτομαι υπάρχει μια ιστορία που είχαμε γελάσει με την καρδιά μας, όχι όμως από το Αιγάλεω, αλλά την περίοδο που έπαιζα στη Νίκη Βόλου. Ο προπονητής έλεγε την ενδεκάδα κόντρα στη Ζάκυνθο και έδινε ατομικές οδηγίες στους βασικούς κοιτάζονταν τον πίνακα τακτικής. Όταν έφτασε στον Ακάσου, άρχισε να λέει πως ήθελε να κινηθεί στο γήπεδο. Βασική λεπτομέρεια. Ο Ακάσου δεν ήταν καν στα αποδυτήρια γιατί τον είχε πάρει ο ύπνος στο σπίτι και δεν είχε έρθει στο γήπεδο!!!».
Το ερώτημα είναι εάν θα μπορούσε να αγωνιστεί σε ομάδα του εξωτερικού, με δεδομένο ότι εκείνη την περίοδο έφευγαν αρκετοί παίκτες και μάλιστα σε καλές ομάδες. Όπως ο συμπαίκτης του, Γιώργος Σκοπελίτης, δανεικός στη Μπόρνμουθ από το Αιγάλεω. «Ομολογώ ότι είναι από τα ελάχιστα που έχω μετανιώσει. Που δεν δοκίμασα την τύχη μου στο εξωτερικό. Βέβαια, δεν ήταν απλά τα πράγματα, ίσως έπρεπε να κινηθώ διαφορετικά. Γενικότερα, η φουρνιά εκείνων των παικτών του Αιγάλεω είχαν πολλές δυνατότητες. Απόδειξη ότι πήγε ο Σκοπελίτης στην Πρέμιερ και στάθηκε με αξιοπρέπεια, όπως και ο Φωτάκης στη Σκωτία. Αν θυμηθεί κάποιος τα ευρωπαϊκά παιχνίδια που είχαμε κάνει κόντρα σε μεγαθήρια όπως η Λάτσιο, θα καταλάβει γιατί ήμασταν δυσαρεστημένοι ακόμα και με το 2-2. Είχαμε αρκετή μπάλα μέσα μας!»
Σε μία σύγκριση του ποδοσφαίρου “τότε” με το ποδόσφαιρο “σήμερα”, ο Μανουσάκης ήταν ξεκάθαρος: «Ίσως ακουστεί λίγο εγωιστικό, αλλά πιστεύω ότι στη δική μου εποχή αλλά και μέχρι πριν δέκα χρόνια, υπήρχαν περισσότερο ποιοτικοί παίκτες με αρκετή μπάλα μέσα τους! Και τώρα υπάρχουν καλοί παίκτες, όχι όμως στην ποσότητα εκείνης της εποχής. Ρόλο έχουν παίξει πολλά. Όπως οι αρκετοί ξένοι που πήραν θέση στα ρόστερ των ομάδων και μείωσαν τις ευκαιρίες τους. Ωστόσο, τα πράγματα είναι πιο εύκολα να δείξει κάποιος την αξία του πηγαίνοντας στο εξωτερικό, αλλά δυστυχώς ζούμε στην εποχή του “φαίνεσαι” και χάνεται η ουσία της πραγματικής ποιότητας αλλά και διάρκειας που μπορεί να έχει ένας παίκτης μέσα του».
Ήρθε η ώρα να κρεμάσει τα παπούτσια του ή όχι; «Ποιος ξέρει; (γέλια). Λατρεύω αυτό που κάνουμε και ποτέ δεν είδα το ποδόσφαιρο στα επάγγελμα. ‘Ήταν και θα είναι το χόμπι μου. Βέβαια, τα τελευταία χρόνια ζω μόνιμα στη Λήμνο όπου διατηρώ και ένα πρακτορείο του ΟΠΑΠ. Έχω διαμορφώσει τη ζωή μου στους ρυθμούς του νησιού με καλή παρέα και την ομάδα του Ηρακλή Λήμνου. Πήραμε φέτος το Κύπελλο και πραγματικά το χάρηκα όπως και παλαιότερες επιτυχίες με άλλες ομάδες. Μπορεί το ποδόσφαιρο να μην είναι η βασική μου επαγγελματική ενασχόληση, αλλά είναι σίγουρα το καλύτερο δευτερεύον πράγμα στη ζωή μου, που με αναζωογονεί».
Πηγή: ERTSPORTS Γιάννης Ράνιος